φιβρίνη

φιβρίνη
η, Ν
(παλ. τ.) (βιοχ.) το ινώδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. fibrin < λατ. fibra «ζωική ή φυτική ίνα» + κατάλ. -in τής χημ. ορολογίας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φιβρινογόνο — το, Ν (παλ. τ.) (βιοχ.) το ινωδογόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. fibrinogen < fibrin (βλ. λ. φιβρίνη) + gen (πρβλ. γένος), που στην Ελληνική αποδίδεται με το γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. καρκινο γόνος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”